Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀστοφυής
ὀστρακεύς
ὀστρακίζω
ὀστρακίνδα
ὀστράκινος
ὀστρακισμός
ὀστρακόεις
ὄστρακον
ὀστρακόσδερμος
ὀστρακοφορία
ὀστρακόχρως
ὀστρειογραφής
ὄστρεον
ὀστώδης
ὀσφραίνομαι
ὀσφραντήριος
ὄσφρησις
ὀσφύς
ὄσχος
ὀσχοφόρια
ὅταν
View word page
ὀστρακόχρως
ὀστρακόχρως χρόα with metapl. acc. ὀστρακόχροα, with a hard skin or shell, Anth.

ShortDef

with a hard skin

Debugging

Headword:
ὀστρακόχρως
Headword (normalized):
ὀστρακόχρως
Headword (normalized/stripped):
οστρακοχρως
IDX:
23753
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23777
Key:
o)strako/xrous

Data

{'content': 'ὀστρακόχρως\n χρόα\n with metapl. acc. ὀστρακόχροα, with a hard skin or shell, Anth.', 'key': 'o)strako/xrous'}