Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὅστις
ὀστοφυής
ὀστρακεύς
ὀστρακίζω
ὀστρακίνδα
ὀστράκινος
ὀστρακισμός
ὀστρακόεις
ὄστρακον
ὀστρακόσδερμος
ὀστρακοφορία
ὀστρακόχρως
ὀστρειογραφής
ὄστρεον
ὀστώδης
ὀσφραίνομαι
ὀσφραντήριος
ὄσφρησις
ὀσφύς
ὄσχος
ὀσχοφόρια
View word page
ὀστρακοφορία
ὀστρακοφορία ὀστρᾰκοφορία, ἡ, a voting with ὄστρακα, Plut.

ShortDef

a voting with

Debugging

Headword:
ὀστρακοφορία
Headword (normalized):
ὀστρακοφορία
Headword (normalized/stripped):
οστρακοφορια
IDX:
23752
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23776
Key:
o)strakofori/a

Data

{'content': 'ὀστρακοφορία\n ὀστρᾰκοφορία, ἡ,\n a voting with ὄστρακα, Plut.', 'key': 'o)strakofori/a'}