Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὄστινος
ὅστις
ὀστοφυής
ὀστρακεύς
ὀστρακίζω
ὀστρακίνδα
ὀστράκινος
ὀστρακισμός
ὀστρακόεις
ὄστρακον
ὀστρακόσδερμος
ὀστρακοφορία
ὀστρακόχρως
ὀστρειογραφής
ὄστρεον
ὀστώδης
ὀσφραίνομαι
ὀσφραντήριος
ὄσφρησις
ὀσφύς
ὄσχος
View word page
ὀστρακόσδερμος
ὀστρακόσδερμος ὀστρᾰκόσ-δερμος, ον, δέρμα with a shell like a potsherd, hard-shelled, Batr.
ShortDef
with a shell like a potsherd, hard-shelled
Debugging
Headword:
ὀστρακόσδερμος
Headword (normalized):
ὀστρακόσδερμος
Headword (normalized/stripped):
οστρακοσδερμος
IDX:
23751
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23775
Key:
o)strako/sdermos
Data
{'content': 'ὀστρακόσδερμος\n ὀστρᾰκόσ-δερμος, ον,\n δέρμα\n with a shell like a potsherd, hard-shelled, Batr.', 'key': 'o)strako/sdermos'}