ὀστρακόεις
ὀστρακόεις
ὀστρᾰκόεις, εσσα, εν
poetic for ὀστράκινος
δόμος ὀστρ. Anth.
from ὄστρᾰκον
{
"content": "ὀστρακόεις\n ὀστρᾰκόεις, εσσα, εν\n poetic for ὀστράκινος\n δόμος ὀστρ. Anth.\n from ὄστρᾰκον",
"key": "o)strako/eis"
}