Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀστέον
ὅστε
ὄστινος
ὅστις
ὀστοφυής
ὀστρακεύς
ὀστρακίζω
ὀστρακίνδα
ὀστράκινος
ὀστρακισμός
ὀστρακόεις
ὄστρακον
ὀστρακόσδερμος
ὀστρακοφορία
ὀστρακόχρως
ὀστρειογραφής
ὄστρεον
ὀστώδης
ὀσφραίνομαι
ὀσφραντήριος
ὄσφρησις
View word page
ὀστρακόεις
ὀστρακόεις ὀστρᾰκόεις, εσσα, εν poetic for ὀστράκινος δόμος ὀστρ. Anth. from ὄστρᾰκον
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὀστρακόεις
Headword (normalized):
ὀστρακόεις
Headword (normalized/stripped):
οστρακοεις
IDX:
23749
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23773
Key:
o)strako/eis
Data
{'content': 'ὀστρακόεις\n ὀστρᾰκόεις, εσσα, εν\n poetic for ὀστράκινος\n δόμος ὀστρ. Anth.\n from ὄστρᾰκον', 'key': 'o)strako/eis'}