Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀστέϊνος
ὀστέον
ὅστε
ὄστινος
ὅστις
ὀστοφυής
ὀστρακεύς
ὀστρακίζω
ὀστρακίνδα
ὀστράκινος
ὀστρακισμός
ὀστρακόεις
ὄστρακον
ὀστρακόσδερμος
ὀστρακοφορία
ὀστρακόχρως
ὀστρειογραφής
ὄστρεον
ὀστώδης
ὀσφραίνομαι
ὀσφραντήριος
View word page
ὀστρακισμός
ὀστρακισμός ὀστρᾰκισμός, οῦ, ὁ, ostracism, v. ὀστρακίζω.
ShortDef
ostracism
Debugging
Headword:
ὀστρακισμός
Headword (normalized):
ὀστρακισμός
Headword (normalized/stripped):
οστρακισμος
IDX:
23748
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23772
Key:
o)strakismo/s
Data
{'content': 'ὀστρακισμός\n ὀστρᾰκισμός, οῦ, ὁ,\n ostracism, v. ὀστρακίζω.', 'key': 'o)strakismo/s'}