Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὄσπριον
ὄσσα
ὁσσάτιος
ὄσσε
ὁσσίχος
ὄσσομαι
ὀστάριον
ὀστέϊνος
ὀστέον
ὅστε
ὄστινος
ὅστις
ὀστοφυής
ὀστρακεύς
ὀστρακίζω
ὀστρακίνδα
ὀστράκινος
ὀστρακισμός
ὀστρακόεις
ὄστρακον
ὀστρακόσδερμος
View word page
ὄστινος
ὄστινος ὄστῐνος, η, ον ὀστέον Attic form of ὀστέϊνος τὰ ὄστινα, Lat. tibiae, bone-pipes, Ar.
ShortDef
(n.pl.) bone pipes
Debugging
Headword:
ὄστινος
Headword (normalized):
ὄστινος
Headword (normalized/stripped):
οστινος
IDX:
23741
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23765
Key:
o)/stinos
Data
{'content': 'ὄστινος\n ὄστῐνος, η, ον\n ὀστέον\n Attic form of ὀστέϊνος\n τὰ ὄστινα, Lat. tibiae, bone-pipes, Ar.', 'key': 'o)/stinos'}