Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὁσονοῦν
ὅσος
ὅς
ὅσπερ
ὄσπριον
ὄσσα
ὁσσάτιος
ὄσσε
ὁσσίχος
ὄσσομαι
ὀστάριον
ὀστέϊνος
ὀστέον
ὅστε
ὄστινος
ὅστις
ὀστοφυής
ὀστρακεύς
ὀστρακίζω
ὀστρακίνδα
ὀστράκινος
View word page
ὀστάριον
ὀστάριον ὀστάριον (ᾰ), ου, τό, Dim. of ὀστέον a little bone, Anth.
ShortDef
a little bone
Debugging
Headword:
ὀστάριον
Headword (normalized):
ὀστάριον
Headword (normalized/stripped):
οσταριον
IDX:
23737
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23761
Key:
o)sta/rion
Data
{'content': 'ὀστάριον\n ὀστάριον (ᾰ), ου, τό,\n Dim. of ὀστέον\n a little bone, Anth.', 'key': 'o)sta/rion'}