Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὄρχις
Ὀρχομενός
ὄρχος
ὁσάκις
ὁσαχῆ
ὁσαχοῦ
ὅς γε
ὁσημέραι
ὁσία
ὅσιος
ὁσιότης
ὁσιόω
ὀσμάομαι
ὀσμή
ὁσονοῦν
ὅσος
ὅς
ὅσπερ
ὄσπριον
ὄσσα
ὁσσάτιος
View word page
ὁσιότης
ὁσιότης from ὅσιος ὁσιότης, ητος, ἡ, piety, holiness, Plat., Xen.

ShortDef

piety, holiness

Debugging

Headword:
ὁσιότης
Headword (normalized):
ὁσιότης
Headword (normalized/stripped):
οσιοτης
IDX:
23723
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23747
Key:
o(sio/ths

Data

{'content': 'ὁσιότης\n from ὅσιος\n ὁσιότης, ητος, ἡ,\n piety, holiness, Plat., Xen.', 'key': 'o(sio/ths'}