Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὄρχατος
ὀρχέομαι
ὀρχηδόν
ὀρχηθμός
ὄρχημα
ὄρχησις
ὀρχησμός
ὀρχηστής
ὀρχηστικός
ὀρχηστοδιδάσκαλος
ὀρχηστομανέω
ὀρχήστρα
ὀρχηστρίς
ὀρχηστύς
ὀρχίλος
ὄρχις
Ὀρχομενός
ὄρχος
ὁσάκις
ὁσαχῆ
ὁσαχοῦ
View word page
ὀρχηστομανέω
ὀρχηστομανέω ὀρχηστο-μᾰνέω, μαίνομαι to be dancing-mad, Luc.
ShortDef
to be dancing-mad
Debugging
Headword:
ὀρχηστομανέω
Headword (normalized):
ὀρχηστομανέω
Headword (normalized/stripped):
ορχηστομανεω
IDX:
23708
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23732
Key:
o)rxhstomane/w
Data
{'content': 'ὀρχηστομανέω\n ὀρχηστο-μᾰνέω,\n μαίνομαι\n to be dancing-mad, Luc.', 'key': 'o)rxhstomane/w'}