Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀρφναῖος
ὄρφνη
ὄρφνινος
ὄρχαμος
ὄρχατος
ὀρχέομαι
ὀρχηδόν
ὀρχηθμός
ὄρχημα
ὄρχησις
ὀρχησμός
ὀρχηστής
ὀρχηστικός
ὀρχηστοδιδάσκαλος
ὀρχηστομανέω
ὀρχήστρα
ὀρχηστρίς
ὀρχηστύς
ὀρχίλος
ὄρχις
Ὀρχομενός
View word page
ὀρχησμός
ὀρχησμός ὀρχησμός, οῦ, ὁ, = ὀρχηθμός, Aesch.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀρχησμός
Headword (normalized):
ὀρχησμός
Headword (normalized/stripped):
ορχησμος
IDX:
23704
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23728
Key:
o)rxhsmo/s

Data

{'content': 'ὀρχησμός\n ὀρχησμός, οῦ, ὁ,\n = ὀρχηθμός, Aesch.', 'key': 'o)rxhsmo/s'}