Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Ὀρφεοτελεστής
Ὀρφεύς
ὀρφναῖος
ὄρφνη
ὄρφνινος
ὄρχαμος
ὄρχατος
ὀρχέομαι
ὀρχηδόν
ὀρχηθμός
ὄρχημα
ὄρχησις
ὀρχησμός
ὀρχηστής
ὀρχηστικός
ὀρχηστοδιδάσκαλος
ὀρχηστομανέω
ὀρχήστρα
ὀρχηστρίς
ὀρχηστύς
ὀρχίλος
View word page
ὄρχημα
ὄρχημα ὄρχημα, ατος, τό, in pl. dances, dancing, Soph., Xen., etc.

ShortDef

dances, dancing

Debugging

Headword:
ὄρχημα
Headword (normalized):
ὄρχημα
Headword (normalized/stripped):
ορχημα
IDX:
23702
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23726
Key:
o)/rxhma

Data

{'content': 'ὄρχημα\n ὄρχημα, ατος, τό,\n in pl. dances, dancing, Soph., Xen., etc.', 'key': 'o)/rxhma'}