Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀρφανιστής
ὀρφανόομαι
ὀρφανός
ὀρφανοφύλαξ
Ὀρφεοτελεστής
Ὀρφεύς
ὀρφναῖος
ὄρφνη
ὄρφνινος
ὄρχαμος
ὄρχατος
ὀρχέομαι
ὀρχηδόν
ὀρχηθμός
ὄρχημα
ὄρχησις
ὀρχησμός
ὀρχηστής
ὀρχηστικός
ὀρχηστοδιδάσκαλος
ὀρχηστομανέω
View word page
ὄρχατος
ὄρχατος ὄρχᾰτος, ὁ, ὄρχος a row of trees or plants, Il.:— as collective noun, a garden, Od.
ShortDef
a row of trees
Debugging
Headword:
ὄρχατος
Headword (normalized):
ὄρχατος
Headword (normalized/stripped):
ορχατος
IDX:
23698
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23722
Key:
o)/rxatos
Data
{'content': 'ὄρχατος\n ὄρχᾰτος, ὁ,\n ὄρχος\n a row of trees or plants, Il.:— as collective noun, a garden, Od.', 'key': 'o)/rxatos'}