Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀρφανικός
ὀρφάνιος
ὀρφανιστής
ὀρφανόομαι
ὀρφανός
ὀρφανοφύλαξ
Ὀρφεοτελεστής
Ὀρφεύς
ὀρφναῖος
ὄρφνη
ὄρφνινος
ὄρχαμος
ὄρχατος
ὀρχέομαι
ὀρχηδόν
ὀρχηθμός
ὄρχημα
ὄρχησις
ὀρχησμός
ὀρχηστής
ὀρχηστικός
View word page
ὄρφνινος
ὄρφνινος from ὄρφνη ὄρφνῐνος, η, ον brownish gray, Xen., etc.
ShortDef
brownish gray
Debugging
Headword:
ὄρφνινος
Headword (normalized):
ὄρφνινος
Headword (normalized/stripped):
ορφνινος
IDX:
23696
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23720
Key:
o)/rfninos
Data
{'content': 'ὄρφνινος\n from ὄρφνη\n ὄρφνῐνος, η, ον\n brownish gray, Xen., etc.', 'key': 'o)/rfninos'}