Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀρφανίζω
ὀρφανικός
ὀρφάνιος
ὀρφανιστής
ὀρφανόομαι
ὀρφανός
ὀρφανοφύλαξ
Ὀρφεοτελεστής
Ὀρφεύς
ὀρφναῖος
ὄρφνη
ὄρφνινος
ὄρχαμος
ὄρχατος
ὀρχέομαι
ὀρχηδόν
ὀρχηθμός
ὄρχημα
ὄρχησις
ὀρχησμός
ὀρχηστής
View word page
ὄρφνη
ὄρφνη .ὄρφνη, Doric ὄρφνᾱ, ἡ, the darkness of night, night, Theogn., Pind., Eur.
ShortDef
the darkness
Debugging
Headword:
ὄρφνη
Headword (normalized):
ὄρφνη
Headword (normalized/stripped):
ορφνη
IDX:
23695
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23719
Key:
o)/rfnh
Data
{'content': 'ὄρφνη\n .ὄρφνη, Doric ὄρφνᾱ, ἡ,\n the darkness of night, night, Theogn., Pind., Eur.', 'key': 'o)/rfnh'}