Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀρφανία
ὀρφανίζω
ὀρφανικός
ὀρφάνιος
ὀρφανιστής
ὀρφανόομαι
ὀρφανός
ὀρφανοφύλαξ
Ὀρφεοτελεστής
Ὀρφεύς
ὀρφναῖος
ὄρφνη
ὄρφνινος
ὄρχαμος
ὄρχατος
ὀρχέομαι
ὀρχηδόν
ὀρχηθμός
ὄρχημα
ὄρχησις
ὀρχησμός
View word page
ὀρφναῖος
ὀρφναῖος ὀρφναῖος, α, ον dark, dusky, murky, Hom., Eur., etc. nightly, by night, Aesch. from ὄρφνη
ShortDef
dark, dusky, murky
Debugging
Headword:
ὀρφναῖος
Headword (normalized):
ὀρφναῖος
Headword (normalized/stripped):
ορφναιος
IDX:
23694
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23718
Key:
o)rfnai=os
Data
{'content': 'ὀρφναῖος\n ὀρφναῖος, α, ον\n dark, dusky, murky, Hom., Eur., etc.\n nightly, by night, Aesch.\n from ὄρφνη', 'key': 'o)rfnai=os'}