Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀρφανεύω
ὀρφανία
ὀρφανίζω
ὀρφανικός
ὀρφάνιος
ὀρφανιστής
ὀρφανόομαι
ὀρφανός
ὀρφανοφύλαξ
Ὀρφεοτελεστής
Ὀρφεύς
ὀρφναῖος
ὄρφνη
ὄρφνινος
ὄρχαμος
ὄρχατος
ὀρχέομαι
ὀρχηδόν
ὀρχηθμός
ὄρχημα
ὄρχησις
View word page
Ὀρφεύς
Ὀρφεύς Ὀρφεύς, έως, ὁ, Orpheus, a famous Thracian bard, Pind., etc.:—adj. Ὄρφειος, η, ον of Orpheus, Orphic, Eur.; so, Ὀρφικός, ή, όν, Hdt.

ShortDef

Orpheus

Debugging

Headword:
Ὀρφεύς
Headword (normalized):
ὀρφεύς
Headword (normalized/stripped):
ορφευς
IDX:
23693
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23717
Key:
*)orfeu/s

Data

{'content': 'Ὀρφεύς\n Ὀρφεύς, έως, ὁ,\n Orpheus, a famous Thracian bard, Pind., etc.:—adj. Ὄρφειος, η, ον of Orpheus, Orphic, Eur.; so, Ὀρφικός, ή, όν, Hdt.', 'key': '*)orfeu/s'}