Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀρύσσω
ὀρφάνευμα
ὀρφανεύω
ὀρφανία
ὀρφανίζω
ὀρφανικός
ὀρφάνιος
ὀρφανιστής
ὀρφανόομαι
ὀρφανός
ὀρφανοφύλαξ
Ὀρφεοτελεστής
Ὀρφεύς
ὀρφναῖος
ὄρφνη
ὄρφνινος
ὄρχαμος
ὄρχατος
ὀρχέομαι
ὀρχηδόν
ὀρχηθμός
View word page
ὀρφανοφύλαξ
ὀρφανοφύλαξ ὀρφᾰνο-φύλαξ (ῠ), ακος, guardian of an orphan who had lost the father in war, Xen.
ShortDef
guardian of an orphan
Debugging
Headword:
ὀρφανοφύλαξ
Headword (normalized):
ὀρφανοφύλαξ
Headword (normalized/stripped):
ορφανοφυλαξ
IDX:
23691
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23715
Key:
o)rfanofu/lac
Data
{'content': 'ὀρφανοφύλαξ\n ὀρφᾰνο-φύλαξ (ῠ), ακος,\n guardian of an orphan who had lost the father in war, Xen.', 'key': 'o)rfanofu/lac'}