Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὄρυξ
ὄρυς
ὀρύσσω
ὀρφάνευμα
ὀρφανεύω
ὀρφανία
ὀρφανίζω
ὀρφανικός
ὀρφάνιος
ὀρφανιστής
ὀρφανόομαι
ὀρφανός
ὀρφανοφύλαξ
Ὀρφεοτελεστής
Ὀρφεύς
ὀρφναῖος
ὄρφνη
ὄρφνινος
ὄρχαμος
ὄρχατος
ὀρχέομαι
View word page
ὀρφανόομαι
ὀρφανόομαι ὀρφᾰνόομαι, Pass. to be destitute of, c. gen., Anth.
ShortDef
to be destitute of
Debugging
Headword:
ὀρφανόομαι
Headword (normalized):
ὀρφανόομαι
Headword (normalized/stripped):
ορφανοομαι
IDX:
23689
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23713
Key:
o)rfano/omai
Data
{'content': 'ὀρφανόομαι\n ὀρφᾰνόομαι,\n Pass. to be destitute of, c. gen., Anth.', 'key': 'o)rfano/omai'}