Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὄρυξις
ὄρυξ
ὄρυς
ὀρύσσω
ὀρφάνευμα
ὀρφανεύω
ὀρφανία
ὀρφανίζω
ὀρφανικός
ὀρφάνιος
ὀρφανιστής
ὀρφανόομαι
ὀρφανός
ὀρφανοφύλαξ
Ὀρφεοτελεστής
Ὀρφεύς
ὀρφναῖος
ὄρφνη
ὄρφνινος
ὄρχαμος
ὄρχατος
View word page
ὀρφανιστής
ὀρφανιστής ὀρφᾰνιστής, οῦ, ὁ, ὀρφᾰνίζω a tender of orphans, a guardian, Soph.

ShortDef

a tender of orphans, a guardian

Debugging

Headword:
ὀρφανιστής
Headword (normalized):
ὀρφανιστής
Headword (normalized/stripped):
ορφανιστης
IDX:
23688
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23712
Key:
o)rfanisth/s

Data

{'content': 'ὀρφανιστής\n ὀρφᾰνιστής, οῦ, ὁ,\n ὀρφᾰνίζω\n a tender of orphans, a guardian, Soph.', 'key': 'o)rfanisth/s'}