Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀρυμαγδός
ὄρυξις
ὄρυξ
ὄρυς
ὀρύσσω
ὀρφάνευμα
ὀρφανεύω
ὀρφανία
ὀρφανίζω
ὀρφανικός
ὀρφάνιος
ὀρφανιστής
ὀρφανόομαι
ὀρφανός
ὀρφανοφύλαξ
Ὀρφεοτελεστής
Ὀρφεύς
ὀρφναῖος
ὄρφνη
ὄρφνινος
ὄρχαμος
View word page
ὀρφάνιος
ὀρφάνιος ὀρφάνιος, ον, = ὀρφᾰνῐκός desolate, Anth.

ShortDef

desolate

Debugging

Headword:
ὀρφάνιος
Headword (normalized):
ὀρφάνιος
Headword (normalized/stripped):
ορφανιος
IDX:
23687
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23711
Key:
o)rfa/nios

Data

{'content': 'ὀρφάνιος\n ὀρφάνιος, ον,\n = ὀρφᾰνῐκός\n desolate, Anth.', 'key': 'o)rfa/nios'}