Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀρυκτός
ὀρυμαγδός
ὄρυξις
ὄρυξ
ὄρυς
ὀρύσσω
ὀρφάνευμα
ὀρφανεύω
ὀρφανία
ὀρφανίζω
ὀρφανικός
ὀρφάνιος
ὀρφανιστής
ὀρφανόομαι
ὀρφανός
ὀρφανοφύλαξ
Ὀρφεοτελεστής
Ὀρφεύς
ὀρφναῖος
ὄρφνη
ὄρφνινος
View word page
ὀρφανικός
ὀρφανικός ὀρφᾰνῐκός, ή, όν ὀρφανός orphaned, fatherless, Il.; ἦμαρ ὀρφανικόν the day which makes one an orphan, i. e. orphanhood, Il. of or for orphans, Plat.

ShortDef

orphaned, fatherless

Debugging

Headword:
ὀρφανικός
Headword (normalized):
ὀρφανικός
Headword (normalized/stripped):
ορφανικος
IDX:
23686
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23710
Key:
o)rfaniko/s

Data

{'content': 'ὀρφανικός\n ὀρφᾰνῐκός, ή, όν\n ὀρφανός\n orphaned, fatherless, Il.; ἦμαρ ὀρφανικόν the day which makes one an orphan, i. e. orphanhood, Il.\n of or for orphans, Plat.', 'key': 'o)rfaniko/s'}