Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀρτυγομήτρα
ὀρτυγοτρόφος
ὄρτυξ
ὄρυγμα
ὀρυκτός
ὀρυμαγδός
ὄρυξις
ὄρυξ
ὄρυς
ὀρύσσω
ὀρφάνευμα
ὀρφανεύω
ὀρφανία
ὀρφανίζω
ὀρφανικός
ὀρφάνιος
ὀρφανιστής
ὀρφανόομαι
ὀρφανός
ὀρφανοφύλαξ
Ὀρφεοτελεστής
View word page
ὀρφάνευμα
ὀρφάνευμα ὀρφάνευμα (φᾰ), ατος, τό, orphan state, orphanhood, Eur.
ShortDef
orphan state, orphanhood
Debugging
Headword:
ὀρφάνευμα
Headword (normalized):
ὀρφάνευμα
Headword (normalized/stripped):
ορφανευμα
IDX:
23682
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23706
Key:
o)rfa/neuma
Data
{'content': 'ὀρφάνευμα\n ὀρφάνευμα (φᾰ), ατος, τό,\n orphan state, orphanhood, Eur.', 'key': 'o)rfa/neuma'}