Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀρτυγοθήρας
ὀρτυγοκόπος
ὀρτυγομήτρα
ὀρτυγοτρόφος
ὄρτυξ
ὄρυγμα
ὀρυκτός
ὀρυμαγδός
ὄρυξις
ὄρυξ
ὄρυς
ὀρύσσω
ὀρφάνευμα
ὀρφανεύω
ὀρφανία
ὀρφανίζω
ὀρφανικός
ὀρφάνιος
ὀρφανιστής
ὀρφανόομαι
ὀρφανός
View word page
ὄρυς
ὄρυς ὄρυς, υος, ὁ, a Libyan animal, perh. an antelope, Hdt.

ShortDef

an antelope

Debugging

Headword:
ὄρυς
Headword (normalized):
ὄρυς
Headword (normalized/stripped):
ορυς
IDX:
23680
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23704
Key:
o)/rus

Data

{'content': 'ὄρυς\n ὄρυς, υος, ὁ,\n a Libyan animal, perh. an antelope, Hdt.', 'key': 'o)/rus'}