Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Ὀρτυγία
ὀρτυγοθήρας
ὀρτυγοκόπος
ὀρτυγομήτρα
ὀρτυγοτρόφος
ὄρτυξ
ὄρυγμα
ὀρυκτός
ὀρυμαγδός
ὄρυξις
ὄρυξ
ὄρυς
ὀρύσσω
ὀρφάνευμα
ὀρφανεύω
ὀρφανία
ὀρφανίζω
ὀρφανικός
ὀρφάνιος
ὀρφανιστής
ὀρφανόομαι
View word page
ὄρυξ
ὄρυξ ὄρυξ, ῠγος, ὀρύσσω a pickaxe, Anth.

ShortDef

a pickaxe

Debugging

Headword:
ὄρυξ
Headword (normalized):
ὄρυξ
Headword (normalized/stripped):
ορυξ
IDX:
23679
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23703
Key:
o)/ruc

Data

{'content': 'ὄρυξ\n ὄρυξ, ῠγος,\n ὀρύσσω\n a pickaxe, Anth.', 'key': 'o)/ruc'}