Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀρτάλιχος
Ὀρτυγία
ὀρτυγοθήρας
ὀρτυγοκόπος
ὀρτυγομήτρα
ὀρτυγοτρόφος
ὄρτυξ
ὄρυγμα
ὀρυκτός
ὀρυμαγδός
ὄρυξις
ὄρυξ
ὄρυς
ὀρύσσω
ὀρφάνευμα
ὀρφανεύω
ὀρφανία
ὀρφανίζω
ὀρφανικός
ὀρφάνιος
ὀρφανιστής
View word page
ὄρυξις
ὄρυξις ὄρυξις, ιος, ἡ, ὀρύσσω a digging, Plut.
ShortDef
a digging
Debugging
Headword:
ὄρυξις
Headword (normalized):
ὄρυξις
Headword (normalized/stripped):
ορυξις
IDX:
23678
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23702
Key:
o)/rucis
Data
{'content': 'ὄρυξις\n ὄρυξις, ιος, ἡ,\n ὀρύσσω\n a digging, Plut.', 'key': 'o)/rucis'}