Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀρσόλοπος
ὀρσοτρίαινα
ὀρτάλιχος
Ὀρτυγία
ὀρτυγοθήρας
ὀρτυγοκόπος
ὀρτυγομήτρα
ὀρτυγοτρόφος
ὄρτυξ
ὄρυγμα
ὀρυκτός
ὀρυμαγδός
ὄρυξις
ὄρυξ
ὄρυς
ὀρύσσω
ὀρφάνευμα
ὀρφανεύω
ὀρφανία
ὀρφανίζω
ὀρφανικός
View word page
ὀρυκτός
ὀρυκτός ὀρυκτός, ή, όν ὀρύσσω formed by digging, opp. to a natural channel, Il., Hdt., Attic
ShortDef
formed by digging
Debugging
Headword:
ὀρυκτός
Headword (normalized):
ὀρυκτός
Headword (normalized/stripped):
ορυκτος
IDX:
23676
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23700
Key:
o)rukto/s
Data
{'content': 'ὀρυκτός\n ὀρυκτός, ή, όν\n ὀρύσσω\n formed by digging, opp. to a natural channel, Il., Hdt., Attic', 'key': 'o)rukto/s'}