Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀρσολοπεύω
ὀρσόλοπος
ὀρσοτρίαινα
ὀρτάλιχος
Ὀρτυγία
ὀρτυγοθήρας
ὀρτυγοκόπος
ὀρτυγομήτρα
ὀρτυγοτρόφος
ὄρτυξ
ὄρυγμα
ὀρυκτός
ὀρυμαγδός
ὄρυξις
ὄρυξ
ὄρυς
ὀρύσσω
ὀρφάνευμα
ὀρφανεύω
ὀρφανία
ὀρφανίζω
View word page
ὄρυγμα
ὄρυγμα ὄρυγμα, ατος, τό, ὀρύσσω a trench, ditch, moat, Lat. scrobs, Hdt., Thuc., etc.: a tunnel, mine, Hdt., Xen.: —ὄρ. τύμβου the grave, Eur. = ὄρυξις, Luc.

ShortDef

a trench, ditch, moat

Debugging

Headword:
ὄρυγμα
Headword (normalized):
ὄρυγμα
Headword (normalized/stripped):
ορυγμα
IDX:
23675
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23699
Key:
o)/rugma

Data

{'content': 'ὄρυγμα\n ὄρυγμα, ατος, τό,\n ὀρύσσω\n a trench, ditch, moat, Lat. scrobs, Hdt., Thuc., etc.: a tunnel, mine, Hdt., Xen.: —ὄρ. τύμβου the grave, Eur.\n = ὄρυξις, Luc.', 'key': 'o)/rugma'}