Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀρσοθύρη
ὀρσολοπεύω
ὀρσόλοπος
ὀρσοτρίαινα
ὀρτάλιχος
Ὀρτυγία
ὀρτυγοθήρας
ὀρτυγοκόπος
ὀρτυγομήτρα
ὀρτυγοτρόφος
ὄρτυξ
ὄρυγμα
ὀρυκτός
ὀρυμαγδός
ὄρυξις
ὄρυξ
ὄρυς
ὀρύσσω
ὀρφάνευμα
ὀρφανεύω
ὀρφανία
View word page
ὄρτυξ
ὄρτυξ .ὄρτυξ, ῠγος, the quail, Lat. coturnix, Hdt., etc.

ShortDef

the quail

Debugging

Headword:
ὄρτυξ
Headword (normalized):
ὄρτυξ
Headword (normalized/stripped):
ορτυξ
IDX:
23674
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23698
Key:
o)/rtuc

Data

{'content': 'ὄρτυξ\n .ὄρτυξ, ῠγος,\n the quail, Lat. coturnix, Hdt., etc.', 'key': 'o)/rtuc'}