Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀρσίπους
ὀρσοθύρη
ὀρσολοπεύω
ὀρσόλοπος
ὀρσοτρίαινα
ὀρτάλιχος
Ὀρτυγία
ὀρτυγοθήρας
ὀρτυγοκόπος
ὀρτυγομήτρα
ὀρτυγοτρόφος
ὄρτυξ
ὄρυγμα
ὀρυκτός
ὀρυμαγδός
ὄρυξις
ὄρυξ
ὄρυς
ὀρύσσω
ὀρφάνευμα
ὀρφανεύω
View word page
ὀρτυγοτρόφος
ὀρτυγοτρόφος ὀρτῠγο-τρόφος, ον, τρέφω keeping quails, Plat.

ShortDef

keeper of quails

Debugging

Headword:
ὀρτυγοτρόφος
Headword (normalized):
ὀρτυγοτρόφος
Headword (normalized/stripped):
ορτυγοτροφος
IDX:
23673
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23697
Key:
o)rtugotro/fos

Data

{'content': 'ὀρτυγοτρόφος\n ὀρτῠγο-τρόφος, ον,\n τρέφω\n keeping quails, Plat.', 'key': 'o)rtugotro/fos'}