Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀρσίκτυπος
ὀρσινεφής
ὀρσίπους
ὀρσοθύρη
ὀρσολοπεύω
ὀρσόλοπος
ὀρσοτρίαινα
ὀρτάλιχος
Ὀρτυγία
ὀρτυγοθήρας
ὀρτυγοκόπος
ὀρτυγομήτρα
ὀρτυγοτρόφος
ὄρτυξ
ὄρυγμα
ὀρυκτός
ὀρυμαγδός
ὄρυξις
ὄρυξ
ὄρυς
ὀρύσσω
View word page
ὀρτυγοκόπος
ὀρτυγοκόπος ὀρτῠγο-κόπος, ον, κόπτω a quail-striker.

ShortDef

a quail-striker

Debugging

Headword:
ὀρτυγοκόπος
Headword (normalized):
ὀρτυγοκόπος
Headword (normalized/stripped):
ορτυγοκοπος
IDX:
23671
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23695
Key:
o)rtugoko/pos

Data

{'content': 'ὀρτυγοκόπος\n ὀρτῠγο-κόπος, ον,\n κόπτω\n a quail-striker.', 'key': 'o)rtugoko/pos'}