Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὄρρος
ὀρρωδέω
ὀρρωδία
ὀρσίκτυπος
ὀρσινεφής
ὀρσίπους
ὀρσοθύρη
ὀρσολοπεύω
ὀρσόλοπος
ὀρσοτρίαινα
ὀρτάλιχος
Ὀρτυγία
ὀρτυγοθήρας
ὀρτυγοκόπος
ὀρτυγομήτρα
ὀρτυγοτρόφος
ὄρτυξ
ὄρυγμα
ὀρυκτός
ὀρυμαγδός
ὄρυξις
View word page
ὀρτάλιχος
ὀρτάλιχος ὀρτάλῐχος (ᾰ), ὁ, a chick, chicken, Ar., Theocr.:— generally, a young bird, Aesch. Boeot. word.
ShortDef
a chick, chicken
Debugging
Headword:
ὀρτάλιχος
Headword (normalized):
ὀρτάλιχος
Headword (normalized/stripped):
ορταλιχος
IDX:
23668
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23692
Key:
o)rta/lixos
Data
{'content': 'ὀρτάλιχος\n ὀρτάλῐχος (ᾰ), ὁ,\n a chick, chicken, Ar., Theocr.:— generally, a young bird, Aesch. Boeot. word.', 'key': 'o)rta/lixos'}