Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὄρπηξ
ὀρροπύγιον
ὄρρος
ὀρρωδέω
ὀρρωδία
ὀρσίκτυπος
ὀρσινεφής
ὀρσίπους
ὀρσοθύρη
ὀρσολοπεύω
ὀρσόλοπος
ὀρσοτρίαινα
ὀρτάλιχος
Ὀρτυγία
ὀρτυγοθήρας
ὀρτυγοκόπος
ὀρτυγομήτρα
ὀρτυγοτρόφος
ὄρτυξ
ὄρυγμα
ὀρυκτός
View word page
ὀρσόλοπος
ὀρσόλοπος ὀρσόλοπος, ον, eager for the fray, of Ares, Anacr. deriv. uncertain

ShortDef

eager for the fray

Debugging

Headword:
ὀρσόλοπος
Headword (normalized):
ὀρσόλοπος
Headword (normalized/stripped):
ορσολοπος
IDX:
23666
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23690
Key:
o)rso/lopos

Data

{'content': 'ὀρσόλοπος\n ὀρσόλοπος, ον,\n eager for the fray, of Ares, Anacr.\n deriv. uncertain', 'key': 'o)rso/lopos'}