Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀναμυχθίζομαι
ἀναμφίβολος
ἀναμφίλογος
ἀναμφισβήτητος
ἀνανδρία
ἄνανδρος
ἀνάνδρωτος
ἀνανεάζω
ἀνανέμω
ἀνανέομαι
ἀνανεόομαι
ἀνανεύω
ἀνανέωσις
ἀνανήφω
ἀνανθής
ἀνανταγώνιστος
ἄναντα
ἀνάντης
ἀναντίλεκτος
ἀναξαίνω
ἀναξηραίνω
View word page
ἀνανεόομαι
ἀνανεόομαι to renew, Thuc., etc.

ShortDef

to renew

Debugging

Headword:
ἀνανεόομαι
Headword (normalized):
ἀνανεόομαι
Headword (normalized/stripped):
ανανεοομαι
IDX:
2368
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2369
Key:
a)naneo/omai

Data

{'content': 'ἀνανεόομαι\n to renew, Thuc., etc.', 'key': 'a)naneo/omai'}