Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὄροφος
ὁρόω
ὄρπετον
ὄρπηξ
ὀρροπύγιον
ὄρρος
ὀρρωδέω
ὀρρωδία
ὀρσίκτυπος
ὀρσινεφής
ὀρσίπους
ὀρσοθύρη
ὀρσολοπεύω
ὀρσόλοπος
ὀρσοτρίαινα
ὀρτάλιχος
Ὀρτυγία
ὀρτυγοθήρας
ὀρτυγοκόπος
ὀρτυγομήτρα
ὀρτυγοτρόφος
View word page
ὀρσίπους
ὀρσίπους ὀρσί-πους (ῐ), swift-footed, Anth.

ShortDef

swift-footed

Debugging

Headword:
ὀρσίπους
Headword (normalized):
ὀρσίπους
Headword (normalized/stripped):
ορσιπους
IDX:
23663
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23687
Key:
o)rsi/pous

Data

{'content': 'ὀρσίπους\n ὀρσί-πους (ῐ),\n swift-footed, Anth.', 'key': 'o)rsi/pous'}