Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀρούω
ὀροφή
ὀροφηφάγος
ὀροφηφόρος
ὀροφίας
ὄροφος
ὁρόω
ὄρπετον
ὄρπηξ
ὀρροπύγιον
ὄρρος
ὀρρωδέω
ὀρρωδία
ὀρσίκτυπος
ὀρσινεφής
ὀρσίπους
ὀρσοθύρη
ὀρσολοπεύω
ὀρσόλοπος
ὀρσοτρίαινα
ὀρτάλιχος
View word page
ὄρρος
ὄρρος .ὄρρος, ὁ, the rump, Ar.

ShortDef

end of the os sacrum, rump

Debugging

Headword:
ὄρρος
Headword (normalized):
ὄρρος
Headword (normalized/stripped):
ορρος
IDX:
23658
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23682
Key:
o)/rros

Data

{'content': 'ὄρρος\n .ὄρρος, ὁ,\n the rump, Ar.', 'key': 'o)/rros'}