Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀναμπλάκητος
ἀναμυχθίζομαι
ἀναμφίβολος
ἀναμφίλογος
ἀναμφισβήτητος
ἀνανδρία
ἄνανδρος
ἀνάνδρωτος
ἀνανεάζω
ἀνανέμω
ἀνανέομαι
ἀνανεόομαι
ἀνανεύω
ἀνανέωσις
ἀνανήφω
ἀνανθής
ἀνανταγώνιστος
ἄναντα
ἀνάντης
ἀναντίλεκτος
ἀναξαίνω
View word page
ἀνανέομαι
ἀνανέομαι Dep. only in pres. to mount up, ἀννεῖται (Epic for ἀνανεῖται) Od.

ShortDef

to mount up

Debugging

Headword:
ἀνανέομαι
Headword (normalized):
ἀνανέομαι
Headword (normalized/stripped):
ανανεομαι
IDX:
2367
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2368
Key:
a)nane/omai

Data

{'content': 'ἀνανέομαι\n Dep. only in pres.\n to mount up, ἀννεῖται (Epic for ἀνανεῖται) Od.', 'key': 'a)nane/omai'}