Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὅρος
ὀρός
ὀροτύπος
ὀρούω
ὀροφή
ὀροφηφάγος
ὀροφηφόρος
ὀροφίας
ὄροφος
ὁρόω
ὄρπετον
ὄρπηξ
ὀρροπύγιον
ὄρρος
ὀρρωδέω
ὀρρωδία
ὀρσίκτυπος
ὀρσινεφής
ὀρσίπους
ὀρσοθύρη
ὀρσολοπεύω
View word page
ὄρπετον
ὄρπετον ὄρπετον, ου, τό, Aeolic for ἑρπετόν.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὄρπετον
Headword (normalized):
ὄρπετον
Headword (normalized/stripped):
ορπετον
IDX:
23655
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23679
Key:
o)/rpeton
Data
{'content': 'ὄρπετον\n ὄρπετον, ου, τό,\n Aeolic for ἑρπετόν.', 'key': 'o)/rpeton'}