Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὄρος
ὅρος
ὀρός
ὀροτύπος
ὀρούω
ὀροφή
ὀροφηφάγος
ὀροφηφόρος
ὀροφίας
ὄροφος
ὁρόω
ὄρπετον
ὄρπηξ
ὀρροπύγιον
ὄρρος
ὀρρωδέω
ὀρρωδία
ὀρσίκτυπος
ὀρσινεφής
ὀρσίπους
ὀρσοθύρη
View word page
ὁρόω
ὁρόω ὁρόω, Epic for ὁράω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὁρόω
Headword (normalized):
ὁρόω
Headword (normalized/stripped):
οροω
IDX:
23654
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23678
Key:
o(ro/w

Data

{'content': 'ὁρόω\n ὁρόω,\n Epic for ὁράω.', 'key': 'o(ro/w'}