Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὄρομαι
ὀρομαλίδες
Ὀροσάγγαι
ὄρος
ὅρος
ὀρός
ὀροτύπος
ὀρούω
ὀροφή
ὀροφηφάγος
ὀροφηφόρος
ὀροφίας
ὄροφος
ὁρόω
ὄρπετον
ὄρπηξ
ὀρροπύγιον
ὄρρος
ὀρρωδέω
ὀρρωδία
ὀρσίκτυπος
View word page
ὀροφηφόρος
ὀροφηφόρος ὀροφη-φόρος, ον, φέρω bearing a roof, Anth.
ShortDef
bearing a roof
Debugging
Headword:
ὀροφηφόρος
Headword (normalized):
ὀροφηφόρος
Headword (normalized/stripped):
οροφηφορος
IDX:
23651
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23675
Key:
o)rofhfo/ros
Data
{'content': 'ὀροφηφόρος\n ὀροφη-φόρος, ον,\n φέρω\n bearing a roof, Anth.', 'key': 'o)rofhfo/ros'}