Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀροθύνω
ὄρομαι
ὀρομαλίδες
Ὀροσάγγαι
ὄρος
ὅρος
ὀρός
ὀροτύπος
ὀρούω
ὀροφή
ὀροφηφάγος
ὀροφηφόρος
ὀροφίας
ὄροφος
ὁρόω
ὄρπετον
ὄρπηξ
ὀρροπύγιον
ὄρρος
ὀρρωδέω
ὀρρωδία
View word page
ὀροφηφάγος
ὀροφηφάγος ὀροφη-φάγος (ᾰ), ον, φᾰγεῖν roof-destroying, Anth.
ShortDef
roof-destroying
Debugging
Headword:
ὀροφηφάγος
Headword (normalized):
ὀροφηφάγος
Headword (normalized/stripped):
οροφηφαγος
IDX:
23650
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23674
Key:
o)rofhfa/gos
Data
{'content': 'ὀροφηφάγος\n ὀροφη-φάγος (ᾰ), ον,\n φᾰγεῖν\n roof-destroying, Anth.', 'key': 'o)rofhfa/gos'}