Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀρόγυια
ὀροδαμνίς
ὀρόδαμνος
ὀροθύνω
ὄρομαι
ὀρομαλίδες
Ὀροσάγγαι
ὄρος
ὅρος
ὀρός
ὀροτύπος
ὀρούω
ὀροφή
ὀροφηφάγος
ὀροφηφόρος
ὀροφίας
ὄροφος
ὁρόω
ὄρπετον
ὄρπηξ
ὀρροπύγιον
View word page
ὀροτύπος
ὀροτύπος ὀρο-τύπος (ῠ), ον, driven from the mountain, Aesch.

ShortDef

driven from the mountain

Debugging

Headword:
ὀροτύπος
Headword (normalized):
ὀροτύπος
Headword (normalized/stripped):
οροτυπος
IDX:
23647
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23671
Key:
o)rotu/pos

Data

{'content': 'ὀροτύπος\n ὀρο-τύπος (ῠ), ον,\n driven from the mountain, Aesch.', 'key': 'o)rotu/pos'}