Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀναμοχλεύω
ἀναμπλάκητος
ἀναμυχθίζομαι
ἀναμφίβολος
ἀναμφίλογος
ἀναμφισβήτητος
ἀνανδρία
ἄνανδρος
ἀνάνδρωτος
ἀνανεάζω
ἀνανέμω
ἀνανέομαι
ἀνανεόομαι
ἀνανεύω
ἀνανέωσις
ἀνανήφω
ἀνανθής
ἀνανταγώνιστος
ἄναντα
ἀνάντης
ἀναντίλεκτος
View word page
ἀνανέμω
ἀνανέμω to divide anew: Mid. to count up, Hdt. (in Ionic fut. -νεμέεται). to rehearse, read, Theocr.
ShortDef
to divide anew
Debugging
Headword:
ἀνανέμω
Headword (normalized):
ἀνανέμω
Headword (normalized/stripped):
ανανεμω
IDX:
2366
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2367
Key:
a)nane/mw
Data
{'content': 'ἀνανέμω\n to divide anew: Mid. to count up, Hdt. (in Ionic fut. -νεμέεται).\n to rehearse, read, Theocr.', 'key': 'a)nane/mw'}