Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὄρνιος
ὄρνις
ὄρνυμι
ὀρόγυια
ὀροδαμνίς
ὀρόδαμνος
ὀροθύνω
ὄρομαι
ὀρομαλίδες
Ὀροσάγγαι
ὄρος
ὅρος
ὀρός
ὀροτύπος
ὀρούω
ὀροφή
ὀροφηφάγος
ὀροφηφόρος
ὀροφίας
ὄροφος
ὁρόω
View word page
ὄρος
ὄρος .ὄρος, Ionic οὖρος, εος, a mountain, hill, Hom., etc.; pl. οὔρεα, Hom.
ShortDef
a mountain, hill
Debugging
Headword:
ὄρος
Headword (normalized):
ὄρος
Headword (normalized/stripped):
ορος
IDX:
23644
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23668
Key:
o)/ros
Data
{'content': 'ὄρος\n .ὄρος, Ionic οὖρος, εος,\n a mountain, hill, Hom., etc.; pl. οὔρεα, Hom.', 'key': 'o)/ros'}