Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀρνιθοτροφία
ὀρνιθοτρόφος
ὄρνιος
ὄρνις
ὄρνυμι
ὀρόγυια
ὀροδαμνίς
ὀρόδαμνος
ὀροθύνω
ὄρομαι
ὀρομαλίδες
Ὀροσάγγαι
ὄρος
ὅρος
ὀρός
ὀροτύπος
ὀρούω
ὀροφή
ὀροφηφάγος
ὀροφηφόρος
ὀροφίας
View word page
ὀρομαλίδες
ὀρομαλίδες μῆλοn2 Doric for ὀρομηλίδες wild apples, Theocr.
ShortDef
wild apples
Debugging
Headword:
ὀρομαλίδες
Headword (normalized):
ὀρομαλίδες
Headword (normalized/stripped):
ορομαλιδες
IDX:
23642
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23666
Key:
o)romali/des
Data
{'content': 'ὀρομαλίδες\n μῆλοn2\n Doric for ὀρομηλίδες\n wild apples, Theocr.', 'key': 'o)romali/des'}