Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀρνιθομανής
ὀρνιθοπέδη
ὀρνιθοσκόπος
ὀρνιθοτροφία
ὀρνιθοτρόφος
ὄρνιος
ὄρνις
ὄρνυμι
ὀρόγυια
ὀροδαμνίς
ὀρόδαμνος
ὀροθύνω
ὄρομαι
ὀρομαλίδες
Ὀροσάγγαι
ὄρος
ὅρος
ὀρός
ὀροτύπος
ὀρούω
ὀροφή
View word page
ὀρόδαμνος
ὀρόδαμνος ὀρόδαμνος, ὁ, a branch, Anth. deriv. uncertain
ShortDef
a branch
Debugging
Headword:
ὀρόδαμνος
Headword (normalized):
ὀρόδαμνος
Headword (normalized/stripped):
οροδαμνος
IDX:
23639
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23663
Key:
o)ro/damnos
Data
{'content': 'ὀρόδαμνος\n ὀρόδαμνος, ὁ,\n a branch, Anth.\n deriv. uncertain', 'key': 'o)ro/damnos'}