Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀρνιθομανέω
ὀρνιθομανής
ὀρνιθοπέδη
ὀρνιθοσκόπος
ὀρνιθοτροφία
ὀρνιθοτρόφος
ὄρνιος
ὄρνις
ὄρνυμι
ὀρόγυια
ὀροδαμνίς
ὀρόδαμνος
ὀροθύνω
ὄρομαι
ὀρομαλίδες
Ὀροσάγγαι
ὄρος
ὅρος
ὀρός
ὀροτύπος
ὀρούω
View word page
ὀροδαμνίς
ὀροδαμνίς ὀροδαμνίς, ίδος, ἡ, Dim. of ὀρόδαμνος a sprig, spray, Theocr.
ShortDef
a sprig, spray
Debugging
Headword:
ὀροδαμνίς
Headword (normalized):
ὀροδαμνίς
Headword (normalized/stripped):
οροδαμνις
IDX:
23638
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23662
Key:
o)rodamni/s
Data
{'content': 'ὀροδαμνίς\n ὀροδαμνίς, ίδος, ἡ,\n Dim. of ὀρόδαμνος\n a sprig, spray, Theocr.', 'key': 'o)rodamni/s'}