Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀρνιθολόχος
ὀρνιθομανέω
ὀρνιθομανής
ὀρνιθοπέδη
ὀρνιθοσκόπος
ὀρνιθοτροφία
ὀρνιθοτρόφος
ὄρνιος
ὄρνις
ὄρνυμι
ὀρόγυια
ὀροδαμνίς
ὀρόδαμνος
ὀροθύνω
ὄρομαι
ὀρομαλίδες
Ὀροσάγγαι
ὄρος
ὅρος
ὀρός
ὀροτύπος
View word page
ὀρόγυια
ὀρόγυια poet. for ὀργυιά.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀρόγυια
Headword (normalized):
ὀρόγυια
Headword (normalized/stripped):
ορογυια
IDX:
23637
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23661
Key:
o)ro/guia

Data

{'content': 'ὀρόγυια\n poet. for ὀργυιά.', 'key': 'o)ro/guia'}