Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀναμορμύρω
ἀναμοχλεύω
ἀναμπλάκητος
ἀναμυχθίζομαι
ἀναμφίβολος
ἀναμφίλογος
ἀναμφισβήτητος
ἀνανδρία
ἄνανδρος
ἀνάνδρωτος
ἀνανεάζω
ἀνανέμω
ἀνανέομαι
ἀνανεόομαι
ἀνανεύω
ἀνανέωσις
ἀνανήφω
ἀνανθής
ἀνανταγώνιστος
ἄναντα
ἀνάντης
View word page
ἀνανεάζω
ἀνανεάζω in pres. to renew oneʼs youth, Ar.

ShortDef

to renew one's youth

Debugging

Headword:
ἀνανεάζω
Headword (normalized):
ἀνανεάζω
Headword (normalized/stripped):
ανανεαζω
IDX:
2365
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2366
Key:
a)nanea/zw

Data

{'content': 'ἀνανεάζω\n in pres.\n to renew oneʼs youth, Ar.', 'key': 'a)nanea/zw'}