Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὀρνιθευτής
ὀρνιθευτικός
ὀρνιθεύω
ὀρνιθικός
ὀρνίθιον
ὀρνιθόγονος
ὀρνιθοθήρας
ὀρνιθολόχος
ὀρνιθομανέω
ὀρνιθομανής
ὀρνιθοπέδη
ὀρνιθοσκόπος
ὀρνιθοτροφία
ὀρνιθοτρόφος
ὄρνιος
ὄρνις
ὄρνυμι
ὀρόγυια
ὀροδαμνίς
ὀρόδαμνος
ὀροθύνω
View word page
ὀρνιθοπέδη
ὀρνιθοπέδη ὀρνῑθο-πέδη, ἡ, a snare for birds, Anth.
ShortDef
a snare for birds
Debugging
Headword:
ὀρνιθοπέδη
Headword (normalized):
ὀρνιθοπέδη
Headword (normalized/stripped):
ορνιθοπεδη
IDX:
23630
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23654
Key:
o)rniqope/dh
Data
{'content': 'ὀρνιθοπέδη\n ὀρνῑθο-πέδη, ἡ,\n a snare for birds, Anth.', 'key': 'o)rniqope/dh'}