Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὀρνίθειος
ὀρνιθευτής
ὀρνιθευτικός
ὀρνιθεύω
ὀρνιθικός
ὀρνίθιον
ὀρνιθόγονος
ὀρνιθοθήρας
ὀρνιθολόχος
ὀρνιθομανέω
ὀρνιθομανής
ὀρνιθοπέδη
ὀρνιθοσκόπος
ὀρνιθοτροφία
ὀρνιθοτρόφος
ὄρνιος
ὄρνις
ὄρνυμι
ὀρόγυια
ὀροδαμνίς
ὀρόδαμνος
View word page
ὀρνιθομανής
ὀρνιθομανής ὀρνῑθο-μᾰνής, ές μαίνομαι bird-mad, Ath.

ShortDef

bird-mad

Debugging

Headword:
ὀρνιθομανής
Headword (normalized):
ὀρνιθομανής
Headword (normalized/stripped):
ορνιθομανης
IDX:
23629
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n23653
Key:
o)rniqomanh/s

Data

{'content': 'ὀρνιθομανής\n ὀρνῑθο-μᾰνής, ές\n μαίνομαι\n bird-mad, Ath.', 'key': 'o)rniqomanh/s'}